πρωκτίτιδα

πρωκτίτιδα
[-ιτις (-ιδος)] η мед. проктит

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "πρωκτίτιδα" в других словарях:

  • πρωκτίτιδα — η, Ν ιατρ. οξεία φλεγμονή τού πρωκτού και τού ορθού, η οποία οφείλεται σε διάφορους ερεθισμούς ή παράσιτα και εμφανίζεται κυρίως σε ομοφυλόφιλους άνδρες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. proctitis (< πρωκτός + ίτιδα* / ῖτις). Η λ., στον… …   Dictionary of Greek

  • πρωκτός — Το εξωτερικό στόμιο του ορθού, από το οποίο αποβάλλονται τα κόπρανα του ανθρώπου και των περισσότερων ζώων. Ο π. αποτελεί έναν αγωγό με μήκος 1½ 2 εκ. που διαστέλεται. Σχηματίζεται μέσα στο οπίσθιο περίνεο, μπροστά από τον κόκκυγα και, στο βάθος …   Dictionary of Greek

  • περιπρωκτίτιδα — η, Ν ιατρ. φλεγμονή τού περιπρωκτίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. periproctitis (< περι * + πρωκτίτιδα). Η λ., στον λόγιο τ. περιπτωκτῖτις, μαρτυρείται από το 1854 στον Θ. Αφεντούλη] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»